- γαμπριάτικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γαμπρό («γαμπριάτικη φορεσιά», «γαμπριάτικα ρούχα»)2. το (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμπριάτικαα) η φορεσιά τού γαμπρούβ) τα δώρα που δίνει ο γαμπρός στη νύφη πριν απ' τον γάμο.
Dictionary of Greek. 2013.