γαμπριάτικος

γαμπριάτικος
-η, -ο
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γαμπρό («γαμπριάτικη φορεσιά», «γαμπριάτικα ρούχα»)
2. το (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμπριάτικα
α) η φορεσιά τού γαμπρού
β) τα δώρα που δίνει ο γαμπρός στη νύφη πριν απ' τον γάμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαμπριάτικος — η, ο ο σχετικός με το γαμπρό: Σε μια βδομάδα παντρεύεται και ακόμα δεν αγόρασε το γαμπριάτικο κουστούμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαμπρήσιος — α, ο ο γαμπριάτικος …   Dictionary of Greek

  • γαμπρίκιος — α, ο 1. ο γαμπριάτικος 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμπρίκια α) τα δώρα τού γαμπρού στη νύφη πριν απ τον γάμο β) προγαμιαία δωρεά που δίνεται στον γαμπρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”